- χαμοβαστιέμαι
- Ν1. διατηρώ κάπως τις σωματικές μου δυνάμεις2. διατηρώ ακόμη λίγη περιουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. λ. χαμ[αι]-) + βαστώ «κρατώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαμοβαστιέμαι — 1. διατηρώ κάπως τις σωματικές μου δυνάμεις. 2. διατηρώ ακόμη κάποια μικρή περιουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek